ἀποσπερματισμός

ἀποσπερματισμός
ἀποσπερματισμός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀποσπερματισμοῦ — ἀποσπερματισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσπερματισμόν — ἀποσπερματισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκποίηση — η (AM ἐκποίησις) πώληση νεοελλ. πώληση όλου τού εμπορεύματος, ξεπούλημα αρχ. 1. αποσπερματισμός 2. παράδοση παιδιού σε κάποιον για υιοθεσία 3. αποπεράτωση οικοδομήματος …   Dictionary of Greek

  • καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… …   Dictionary of Greek

  • αποσπερμάτιση — αποσπερμάτιση, η και αποσπερματισμός, ο το βγάλσιμο σπέρματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”